- οικομανία
- οἰκομανία, ἡ (Α)μανία για την οικοδόμηση σπιτιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μανία (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. ιππο-μανία, λιθο-μανία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
ՏՆԱԳԻՏԱԿԱՆՆ — ( ) NBH 2 0883 Chronological Sequence: 6c գ. οἱκομανία de domibus divinatio, vel insanum studium. Ազգ հմայից ʼի գիտել եւ ʼի գուշակել զանցս տանն. *Հմայականին մասունք են հաւադիւթականն, եւ տնագիտականն ... Տնագիտական է, յորժամ զպատահեալսն ʼի տան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)